κρεουργηδόν

κρεουργηδόν
κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. τού τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, φαλαγγ-ηδόν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρεουργηδόν — like a butcher indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοργηδόν — κρεουργηδόν like a butcher ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”